κατρακύλι

κατρακύλι
κατρακύλι, το και κατρακύλα, η
τόπος κατάλληλος για κύλισμα προς τα κάτω, κατρακύλημα: Στον κατήφορο έπαθε τέτοιο κατρακύλι που θα το θυμάται για πάντα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατρακύλι — το 1. όργανο, κύλινδρος ή μικρός τροχός, που χρησιμεύει για να διευκολύνει το κύλισμα βαριών αντικειμένων 2. τόπος κατάλληλος για κατολίσθηση ογκολίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατρακυλώ ή < κατρακύλα με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • φαλάγγι — το 1. είδος δηλητηριώδους αράχνης, σφαλάγγι, ρωγαλίδα: Τον δάγκωσε φαλάγγι. 2. (ναυτ.), καθένα από τα δοκάρια που τοποθετούνται εγκάρσια στη σκάρα της ναυπηγικής κλίνης. 3. καθένα από τα στρογγυλά δοκάρια (από κορμούς δέντρων) που τοποθετούνται… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”